Um
|
Beispiel
|
Übersetzung
|
Sich
ängstigen um +A
|
Ich
ängstige mich um meinen Sohn.
Ανησυχώ
για τον γιο μου.
|
Φοβάμαι, ανησυχώ
|
Sich
bemühen um + A
|
Er hat
sich um ein Stipendium bemüht.
Αυτός
προσπάθησε για μια υποτροφία.
|
Προσπαθώ
|
Sich
bewerben um + A
|
Sie
bewirbt sich um einen Job im Marketing.
Υπέβαλε
μια αίτηση για μία δουλεία στον τομέα του μάρκετινγκ.
|
Υποβάλλω αίτηση (βιογραφικό)
|
Bitten um + A
|
Darf ich dich
um Hilfe bitten?
Μπορώ
να σου ζητήσω την βοήθεια σου;
|
Παρακαλώ
|
Bringen um + A
|
Die kleine
Miriam bringt ihre Eltern um den Schlaf.
Η
μικρή Μίριαμ προκαλεί την εξάντληση των γονιών της.
|
Φέρνω, φτάνω στο σημείο.
|
Sich
drehen um + A
|
Immer
dreht sich alles nur um dich!
Πάντα
περιστρέφονται όλα μόνο γύρω από αυτήν.
|
Περιστρέφομαι
|
Kämpfen
um + A
|
Er kämpft
um sein Leben.
Παλεύει
για την ζωή του.
|
Παλεύω
|
Sich
kümmern um + A
|
Peter
kümmert sich um seine Mutter.
Ο
Πέτρος φροντίζει την μητέρα του.
|
Φροντίζω
|
Fragen um
+ A
|
Kann ich
dich um Rat fragen?
Μπορώ
να ζητήσω την συμβουλή σου;
|
Ερωτώ, ζητώ
|
Sich
sorgen um + A
|
Die
Großmutter sorgt sich um mich.
Η
γιατί ανησυχεί για μένα.
|
Ανησυχώ
|
Spielen
um + A
|
Das Team
spielt um den dritten Platz.
Η
ομάδα παίζει για την τρίτη θέση
|
Παίζω
|
Gehen um
+ A
|
Hier geht
es um das Prinzip.
Εδώ
πρόκειται για λόγους αρχών!
|
πρόκειται
|
Sich
handeln um + A
|
Es handelt sich hier um ein sehr altes Bild.
Το θέμα εδώ είναι ένα πολύ παλιό βιβλίο.
|
Πραγματεύομαι, έχω ως θέμα.
|
Rufen um
+ A
|
Berta hat
um Hilfe gerufen.
Η
Μπέρτα κάλεσε για βοήθεια.
|
Καλώ
|
Trauern
um + A
|
Die Firma
trauert um ihren Mittarbeiter.
Η
εταιρεία πενθεί για τον συνάδελφό της.
|
Πενθώ
|
Verlängern
um + A
|
Können
Sie mir das Visum um zwei Monate verlängern?
Μπορείτε
να παρατείνεται στην βίζα για άλλους δύο μήνες;
|
Παρατείνω, μακραίνω
|
Wetten um
+ A
|
Ich wette
mit dir um eine Flasche Wein, dass das stimmt!
Στοιχηματίζω
ένα μπουκάλι κρασί, πως αυτό ισχύει.
|
Στοιχηματίζω
|
Ένα blog για γρήγορη και αποτελεσματική εκμάθηση γερμανικών. Αναλυτικά όλα τα κεφάλαια της γραμματικής, για αρχάριους και προχωρημένους. Λεξιλόγιο, καθημερινής χρήσης, και κείμενα με μετάφραση και λεξιλόγιο. Ενα χρήσιμο εργαλείο πληροφόρησης για άτομα όλων των ηλικιών που αποβλέπουν στην αποτελεσματική εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας.
Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014
Πρόθεση/Präposition "UM"
Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014
Πρόσθεση/Präposition "Auf"
Auf
|
Beispiel
|
Übersetzung
|
Achten auf + A
|
Achte
besser auf deine Gesundheit!
Πρόσεχε
καλυτέρα την υγεία σου.
|
Προσέχω
|
Ankommen
auf + A
|
Jetzt
kommt es auf dich an!
Τώρα
εξαρτάται από σένα!
|
εξαρτάται
|
Antworten
auf + A
|
Antworte
bitte auf meine Frage!
Απάντησε
σε παρακαλώ στην ερώτηση μου!
|
Απαντώ
|
Aufpassen
auf + A
|
Marko
passt auf seinen kleinen Bruder auf.
Ο
Μάρκος προσέχει τον μικρό του αδελφό.
|
προσέχω
|
Sich
ausruhen auf + D
|
Er ruht
sich auf seinem Erfolg aus.
Επαναπαύεται
με την επιτυχία του.
|
Επαναπαύομαι
|
Sich
beschränken auf + A
|
Mark
beschränkt sich auf ein Glas Wein pro Wochen.
Ο
Μάρκ περιορίζεται σε ένα ποτήρι κρασί ανά εβδομάδα.
|
Περιορίζομαι
|
Bestehen
auf + D
|
Ich
bestehe auf einem korrekten Vertrag.
Επιμένω
για ένα σωστό συμβόλαιο.
|
Επιμένω
|
Sich
beziehen auf + A
|
Ich
beziehe mich auf ihren Brief vom 19. April.
Αναφέρομαι
στην επιστολή σας από τις 19 Απριλίου
|
αναφέρομαι
|
Es
bringen auf + A
|
Zusammen
bringen wir es auf neun Personen.
Μαζί
θα το μεταδώσουμε σε νέους ανθρώπους.
|
Φέρνω
Μεταφέρω
Μεταδίδω
|
Sich
einlassen auf + A
|
Auf so
einen Handel lasse ich mich nicht ein!
Δεν
δέχομαι μια τέτοια συμπεριφορά!
|
δέχομαι
|
Einzahlen
auf + A
|
Julia
zahlt Geld auf ihr Konto ein.
Η
Ιουλία κατέθεσε χρήματα στον λογαριασμό της.
|
Καταθέτω
|
Sich
einigen auf + A
|
Die
Regierung einigte sich auf einen Kompromiss.
Η
κυβέρνηση συμφώνησε σε έναν συμβιβασμό.
|
Συμφωνώ
|
Sich
freuen auf + A
|
Ich freue
mich auf die Reise!
Χαίρομαι
για το ταξίδι μας!
|
Χαίρομαι
(για κάτι που θα γίνει στο μέλλον)
|
Hinweisen
auf + A
|
Darf ich
Sie auf einen Fehler hinweise?
Μου
επιτρέπεται να σας υποδείξω ένα λάθος;
|
Υποδεικνύω,
εφιστώ την προσοχή.
|
Hoffen
auf + A
|
Die
Studenten hoffen auf bessere Zeiten.
Οι
φοιτητές ελπίζουν σε καλύτερες εποχές.
|
Ελπίζω
|
Hören auf
+ A
|
Kinder
hören selten auf ihre Eltern.
Τα παιδία ακούνε σπανίως του γονείς τους.
|
Ακούω, υπακούω
|
Sich
konzentrieren auf + A
|
Martina
hat sich ganz auf ihre Arbeit konzentriert.
Η
μαρτίνα συγκεντρώθηκε ολοκληρωτικά στην δουλεία της
|
Συγκεντρώνομαι
|
Kommen
auf + A
|
Ich komme
nicht auf die Lösung.
Δεν
μπορώ να καταλήξω σε μια λύση.
|
Καταλήγω
|
Reagieren
auf + A
|
Auf Nüsse
reagiere ich allergisch.
Έχω
αλλεργική αντίδραση στα καρύδια.
|
Αντιδρώ
|
Schalten
auf + A
|
Schalt
doch bitte mal auf das zweite Programm.
Βάλε σε παρακαλώ το δεύτερο κανάλι.
|
Ανάβω (για μηχανήματα)
|
Schießen
auf + A
|
Der
Diktator lässt auf sein Volk schießen.
Ο
δικτάτορας επέτρεψε να πυροβολήσουν στον λαό του.
|
Πυροβολώ
|
Trinken
auf + A
|
Trinken
wir auf dein Wohl!
Πίνουμε
στην υγεία σου!
|
Πίνω
|
Übertragen
auf + A
|
Das kann
man nicht auf jeden übertragen.
Αυτό
δεν μπορεί κανείς να το εφαρμόσει για όλα.
|
Εφαρμόζω
|
Überweisen
auf + A
|
Bitte
überweisen Sie das Geld auf mein Konto.
Παρακαλώ
καταφέρετε μεταφέρετε τα χρήματα στον λογαριασμό μου.
|
Μεταφέρω
(για τραπεζικές συναλλαγές)
|
Untersuchen
auf + A
|
Das
Wasser wird auf Bakterien untersucht.
Θα
ερευνηθεί η επίδραση του νερού στα βακτήρια.
|
Ερευνώ
|
Verklagen
auf + A
|
Ich
verklage ihn auf Schadenersatz.
Απαιτώ αποζημίωση αυτό αυτόν.
|
Καταγγέλλω
|
Verschieben
auf + A
|
Wir
müssen den Termin auf kommenden Freitag vershieben.
Πρέπει να μεταφέρουμε το ραντεβού μας για την ερχόμενη Παρασκευή.
|
Μεταφέρω
(στον χρόνο)
|
Verlängern auf + A
|
Die
Arbeitszeit wird auf sechs Wochentage verlängert.
Οι
χρόνος εργασίας θα παραταθούν σε έξι μέρες.
|
Παρατείνομαι
|
Sich verlassen auf + A
|
Auf meine
Freundin kann ich mich immer verlassen.
Μπορώ
πάντα να βασίζομαι στην φίλη μου.
|
Βασίζομαι
(εμπιστεύομαι)
|
Verzichten auf + A
|
Ernst
verzichtet auf seinem Lottogewinn. Verrückt!
Ο
Ερνστ παραιτήθηκε από τα κέρδη του σε τυχερό παιχνίδι. Πόσο τρελό!
|
Παραιτούμαι
|
Sich vorbereiten auf + A
|
Hast du
dich auf deine Prüfung gut vorbereitet?
Έχεις
προετοιμαστεί καλά για τις εξετάσεις σου;
|
Προετοιμάζομαι
|
Vertrauen auf + A
|
Manchmall
muss man auf die Hilfe von anderen vertäuen.
Κάποιες
φορές πρέπει κανείς να εμπιστεύεται την
πρόθεση βοήθειας από τους άλλους.
|
Εμπιστεύομαι
(Βασίζομαι)
|
Warten auf + A
|
Martha
hat sehr lange auf ihren Freund gewartet.
Η
Μάρθα περίμενε για πολύ ώρα τον φίλο της.
|
Περιμένω
|
Zählen auf + A
|
Wir
zählten auf dich!
Υπολογίζουμε
σε εσένα!
|
Υπολογίζω
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)