Mit
|
Beispiel
|
Übersetzung
|
Abrechnen mit + Dat
|
Ole rechnet die Kosten mit seiner Firma ab.
Ο Ολε σε υπολόγισε τα κόστη της βιομηχανίας του.
|
υπολογίζω
|
Abschließen mit + Dat.
|
Wir schließen einen Vertrag mit dem Käufer ab.
Εμείς συνάψαμε μια σύμβαση με τον αγοραστή.
|
κλείνω,
αποπερατώνω
συνάπτω
|
Anfangen mit +D
|
Ich fange jetzt mit der Arbeit an.
Αρχίζω τώρα με την δουλεία.
|
αρχίζω
|
Aufhören mit + D
|
Hört jetzt mit der Streiterei auf!
Σταμάτα με τους καυγάδες.
|
σταματώ
|
Ausfüllen mit+ D
|
Meine Tage sind mit viel Arbeit aufgefüllt.
Οι μέρες μου είναι γεμάτες με δουλεία.
|
γεμίζω
|
Sich auskennen mit +D
|
Beate kennt sich mit guten Weinen aus.
Η Μπεάτε ξέρει από καλά κρασιά.
|
Γνωρίζω
|
Bedecken mit + D
|
Der Boden war mit Schnee bedeckt!
Το έδαφος ήταν καλυμμένο από χιόνι.
|
Καλύπτω
|
Begründen mit + D
|
Lina begründet ihr Fehlen mit ihrer Krankheit.
Η Λίνα αιτιολόγησε την ασθένεια της με τα σφάλματά
της.
|
Δικαιολογώ, αιτιολογώ
|
Sich beeilen mit + D
|
Beeil dich mal mit deiner Arbeit!
Βιάσου με την δουλεία σου.
|
Βιάζομαι
|
Beginnen mit + D
|
Wann beginnst du mit dem Studium?
Πότε ξεκινάς με τις σπουδές σου;
|
Ξεκινώ
|
Sich beraten mit + D
|
Die Politiker haben sich mit einem Experten beraten.
Οι πολιτικοί συσκέφτηκαν με έναν ειδικό.
|
Συσκέπτομαι
|
Sich beschäftigen mit + D
|
Herr Schreiber hat sich mit einem wichtigen Problem beschäftigt.
Ο Κύριος Σρείμπερ ασχολήθηκε με έναν σοβαρό
πρόβλημα.
|
Ασχολούμαι
|
Betrügen mit + D
|
Ralf hat seine Frau mit ihrer Freundin betrogen.
Ο Ράλφ απάτησε την γυναίκα του με την φίλη της.
|
απατώ
|
Sich einigen mit + D
|
Du musst dich mit deiner Kollegin einigen.
Πρέπει να συμφιλιωθείς με
τον συνάδελφό σου.
|
Συμφιλιώνομαι,
τα βρίσκω
|
Handeln mit + D
|
Die Firma handelt mit wertvollen Teppichen.
Η εταιρία εμπορεύεται ακριβά χαλιά.
|
εμπορεύομαι
|
Rechnen mit + D
|
Die Firma rechnet nicht mit einem hohen Gewinn.
Η εταιρία δεν υπολόγιζε σε υψηλά έσοδα.
|
Υπολογίζω
|
Sprechen mit + D
|
Wann sprichst du mit deiner Schwester?
Πότε θα μιλήσεις με την αδελφή σου.
|
Μιλάω
|
Sich streiten mit + D
|
Sabine streitet oft mit ihrem Freund.
Η Σαμπίνε μάλωσε με τον φίλο της.
|
Μαλώνω
|
Sich treffen mit + D
|
Später treffe ich mich mit meinem Mann.
Θα συναντηθώ αργότερα με τον άντρα μου.
|
Συναντώμαι
|
Sich unterhalten mit + D
|
Gerd unterhält sich mit seiner Kollegin.
Ο Γέρντ συζητά με την συνάδελφό του.
|
Συζητώ
|
Überraschen mit + D
|
Er hat sie mit einem Geschenk überrascht.
Αυτός την κατέπληξε με το δώρο του.
|
Κάνω έκπληξη
|
Verbinden mit + D
|
Können Sie mich mit Herrn Mayr verbinden?
Μπορείτε να με συνδέσετε με τον Κύριο Μαίερ
|
Συνδέω
|
Verdienen mit + D
|
Mit seiner Arbeit hat er viel Geld verdient.
Με την δουλεία του κέρδισε πολλά χρήματα.
|
Κερδίζω,
βγάζω χρήματα
|
Telefonieren mit + D
|
Herbert hat mit einem Kunden zwei Stunden telefoniert.
Ο Εμπερτ τηλεφωνήθηκε με έναν πελάτη για δύο ώρες.
|
Τηλεφωνιέμαι
|
Sich verabreden mit + D
|
Leon verabredet sich mit Maja.
Ο Λέον
κανόνισε να συναντήσει την Μάγια .
|
Κανονίζω μια συνάντηση
|
Sich verloben mit + D
|
Sie will sich bald mit ihm verloben.
Θέλει να τον αρραβωνιαστεί σύντομα.
|
Αρραβωνιάζομαι
|
Vergleichen mit + D
|
Soll man sich immer mit anderen vergleichen?
Πρέπει κανείς πάντα να συγκρίνονται με τους άλλους;
|
Συγκρίνω
|
Sich versöhnen mit + D
|
Versöhn dich doch mit deiner Familie!
Συμφιλιώσου επιτέλους με την οικογένεια σου.
|
Συμφιλιώνομαι
|
Sich verstehen mit + D
|
Wie verstehst du dich mit deinen Eltern?
Πως συνεννοείσαι με εσύ με τους γονείς σου;
|
Συνεννοούμαι, επικοινωνώ
|
Warten mit + D
|
Warte noch mit deiner Kündigung.
Περίμενε λίγο ακόμα με την παραίτηση σου.
|
Περιμένω
|
Zufrieden sein mit + D
|
Mit meinem Leben bin ich sehr zufrieden.
Είμαι πολύ ικανοποιημένος από την ζωή μου.
|
Είμαι ικανοποιημένος
|
Zurechtkommen mit + D
|
Wie kommst du mit deiner neuen Kollegin zurecht.
Πως τα πας με τον νέο σου συνάδελφο;
|
Καταφέρνω
|
Zusammenhängen mit + D
|
Deine schlechte Laune hängt mit der Arbeit zusammen.
Η κακή σου διάθεση συνδέεται με την δουλεία σου.
|
Συνδέομαι, συσχετίζομαι
|
Zögern mit + D
|
Er zögert noch mit seiner Entscheidung.
Διστάζει ακόμα για την απόφαση του.
|
Δισταγμός
|
Sich vertragen mit + D
|
Mit unseren neuen Nachbarn vertragen wir und super.
Με τον νέο γείτονα τα πηγαίνουμε καταπληκτικά.
|
Φιλιώνομαι, συνεννοούμαι
|
Verwechseln
mit + D
|
Ich glaub, sie verwechseln mich mit meiner Schwester.
Νομίζω, πως με μπερδεύετε με την αδελφή μου.
|
Μπερδεύω
|
Ένα blog για γρήγορη και αποτελεσματική εκμάθηση γερμανικών. Αναλυτικά όλα τα κεφάλαια της γραμματικής, για αρχάριους και προχωρημένους. Λεξιλόγιο, καθημερινής χρήσης, και κείμενα με μετάφραση και λεξιλόγιο. Ενα χρήσιμο εργαλείο πληροφόρησης για άτομα όλων των ηλικιών που αποβλέπουν στην αποτελεσματική εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας.
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014
Πρόθεση/Präposition "Mit"
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου