Οι προθέσεις είναι ίσως, ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της
γερμανικής γραμματικής. Η απομνημόνευση των συνδυασμών ρημάτων και προθέσεων
είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού δεν υπάρχουν σταθεροί κανόνες, οι οποίοι να
παραπέμπουν στην χρήση κάποιου συγκεκριμένου προθέματος. Η εξοικείωση με τους
συνδυασμούς είναι ο μόνος τρόπος σωστής χρήσης τους. Παρακάτω παρατίθενται οι
συνδυασμοί ρημάτων και προθέσεων με την πτώση που συντάσσονται, ένα παράδειγμα με ελληνική μετάφραση και η ελληνική απόδοση του συνδυασμού. Προσοχή όμως! Η μετάφραση δεν αποδίδει, όπως μπορείτε
να διαπιστώσετε και από τα παραδείγματα, την μετάφραση του ολοκληρωμένου
νοήματος, αλλά μόνο κατά προσέγγιση, τον τρόπο που μπορεί να γίνει αυτή
αντιληπτή στα ελληνικά.
|
An
|
Beispiel
|
Übersetzung
|
|
Ändern an + D
|
Das ändert nichts an der Situation.
Αυτό δεν αλλάζει τίποτα στην κατάσταση.
|
αλλάζω
|
|
Appellieren an + A
|
Ich appelliere
an Ihr Mitgefühl.
Κάνω έκκληση στην συμπόνια σας.
|
Κάνω έκκληση,
προσφεύγω
|
|
Arbeiten an + D
|
Der Tischer Arbeitet an einem Möbelstuck.
Ο
κατασκευαστής τραπεζιών επεξεργάζεται (δουλεύει) εάν κομμάτι επίπλου.
|
δουλεύω
|
|
Sich beteiligen an + D
|
Die Studenten beteiligen sich an der Diskussion.
Οι σπουδαστές λαμβάνουν μέρος στην συζήτηση.
|
Λαμβάνω
μέρος
|
|
Denken an + A
|
Joseph hat den ganzen Nachmittag an seine Freundin gedacht.
Ο Γιοσεφ σκεφτόταν όλο το απόγευμα την φιλενάδα του.
|
σκέφτομαι
|
|
Sich erinnern an + A
|
Wir erinnern uns gern an unser erstes Ehejahr.
Θυμόμαστε ευχάριστα τον πρώτο χρόνο του γάμου μας.
|
Θυμάμαι
|
|
Erkennen an + D
|
Man erkennt Pinocchio an seiner langen Nase
Κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει το Πινόκιο από την
μακριά του μύτη.
|
Αναγνωρίζω
|
|
Fehlen an + D
|
Dir Fehlt es am Mut dazu.
Σου λείπει το θάρρος.
|
Λείπω
|
|
Festhalten an +
D
|
Der Mensch hält an seinem Gewohnheiten fest.
Ο άνθρωπος κρατάει σταθερός στις συνήθειες του.
|
Κρατάω
γερά, παραμένω σταθερός.
|
|
Sich gewöhnen an + A
|
Du musst dich an diese Situation gewöhnen.
Πρέπει να συνηθίσεις σε αυτήν την κατάσταση.
|
Συνηθίζω
|
|
Glauben an + A
|
Teenager glauben an die große Liebe.
Οι
ανήλικοι πιστεύουν στην μεγάλη αγάπη.
|
Πιστεύω
|
|
Leiden an + D
|
Jeder Fünfte Manager leidet an Burn-out.
Κάθε πέμπτος μάνατζερ υποφέρει από υπερκόπωση.
|
υποφέρω
|
|
Liefern an + A
|
Die Ware wurde gestern an Kunden geliefert.
Τα προϊόντα μεταφέρθηκαν χθες στους πελάτες.
|
Μεταφέρω
|
|
Liegen an + D
|
Meine Müdigkeit liegt sicher am
Wetter.
Η κόπωση μου οφείλεται σίγουρα στον
καιρό.
|
Οφείλομαι
|
|
Sich rächen an + D
|
Ich werde mich an dir rächen! Warte nur!
Θα σε εκδικηθώ! Απλά περίμενε!
|
εκδικούμαι
|
|
Sich orientieren an + D
|
Bea orientiert sich in allem an ihrer Schwester.
|
Προσανατολίζομαι
|
|
Klingeln an + D
|
Hat es gerade an der Tür geklingelt?
Χτύπησε κάποιος το κουδούνι της πόρτας;
|
Κουδουνίζω
|
|
Klopfen an + A
|
Jemand hat ans Fenster geklopft.
Κάποιος κτύπησε το παράθυρο.
|
Κτυπώ
|
|
Hängen an + D
|
Ria hängt sehr an ihrer Katze.
Η Ρία είναι εξαρτημένη από την γάτα της
|
Εξαρτώμαι
|
|
Hindern an + D
|
Er wurde an der Flucht gehindert.
Εμποδίστηκε κατά την απόδραση του .
|
Εμποδίζω
|
|
Schicken an + A
|
Die E-Mail schicke ich dir morgen.
Τα σου στείλω το ταχυδρομικό μήνυμα αύριο.
|
Στέλνω
|
|
Sterben an + D
|
Er ist an einem Herzinfarkt gestorben.
Αυτός πέθανε από έμφραγμα.
|
Πεθαίνω
|
|
Teilnehmen an+ D
|
Bruno hat an einer Besprechung teilgenommen.
|
Συμμετέχω
|
|
Vermieten an+ A
|
Julian vermietet die Wohnung an seinen Bruder.
|
Νοικιάζω
|
|
Verraten an + A
|
Dier Soldat wurde an den Feind verraten!
|
Προδίδω,
φανερώνω
|
|
Weitergeben an + A
|
Der Polizist gab die Information an die Presse weiter.
|
Μεταβιβάζω,
δίνω παρακάτω
|
|
Zweifeln an + D
|
Friedrich zweifelt daran, dass sein Sohn die Wahrheit
gesagt hat.
|
Αμφισβητώ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου